- μπραζέρης
- οβλ. μπουραζέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουραζέρης — και μπραζέρης, ο εγκάρδιος φίλος, αδελφοποιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αλβαν. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
αδελφοποιτός — αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ. ή αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)